- ὑποκλύζειν
- ὑποκλύζωwash from belowpres inf act (attic epic)ὑποκλύζωwash from belowpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκλύζω — ὑποκλύζω ΝΜΑ κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.) μσν. αρχ. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.) αρχ. 1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν… … Dictionary of Greek